εντεταλμένο

εντεταλμένο
yetkili, görevli

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αντιπρόσωπος — ο (AM ἀντιπρόσωπος) νεοελλ. 1. αυτός που παρίσταται ή ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό άλλου 2. «αντιπρόσωπος διπλωματικός» το όργανο το εντεταλμένο με τη διπλωματική εκπροσώπηση του κράτους του στο εξωτερικό 3. «αντιπρόσωπος εμπορικός»… …   Dictionary of Greek

  • ιχνευτής — ὁ (Α ἰχνευτής) [ιχνεύω] ανιχνευτής, ιχνηλάτης αρχ. 1. στον πληθ. Ἰχνευταί τίτλος σατυρικού δράματος τού Σοφοκλή 2. αυτός που ανιχνεύει, αυτός που οσφραίνεται και κυνηγά εκείνους που έχουν χρήματα 3. πάπ. εντεταλμένο άτομο που αναζητά ανθρώπους… …   Dictionary of Greek

  • μετόχιο — και μετόχι, το (ΑΜ μετόχιον, Μ και μετόχιν και μετόχι) κτήμα το οποίο ανήκει στην ιδιοκτησία μοναστηριού, βρίσκεται όμως έξω από την περιοχή του και διοικείται από εντεταλμένο μοναχό αντιπρόσωπο τής μονής, ενώ καλλιεργείται είτε από μοναχούς είτε …   Dictionary of Greek

  • ξεναγέτης — ο (Α ξεναγέτης) νεοελλ. άτομο εντεταλμένο να συνοδεύει επίσημο, ξένο που επισκέπτεται μια χώρα, ο ξεναγός αρχ. πρόσωπο που οδηγούσε και περιποιούνταν τους ξένους ή τους φιλοξενουμένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ᾱγέτης, δωρ. τ. τού ἡγέτης (πρβλ. νυμφ …   Dictionary of Greek

  • παράδοση — η / παράδοσις, όσεως, ΝΜΑ [παραδίδω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραδίδω, η απόδοση (α. «έγινε η παράδοση τού εμπορεύματος» β. «η παράδοση τού ταμείου» γ. «ἡ παράδοσις τῶν χρημάτων», Αριστοτ.) 2. η παραχώρηση, η μεταβίβαση τής εξουσίας… …   Dictionary of Greek

  • υδροκωμήτης — ου, ὁ, Μ κοινοτικό όργανο εντεταλμένο με τη διανομή νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + κωμήτης (< κώμη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”